- χελωνοειδής
- -ής, -έςγεν. -ούς, αιτ. -ή, πληθ. ουδ. -ή, αυτός που έχει το σχήμα χελώνας, ο βραδυκίνητος σαν τη χελώνα: Έκαμε μια χελωνοειδή κίνηση.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.