χελωνοειδής

χελωνοειδής
-ής, -ές
γεν. -ούς, αιτ. -ή, πληθ. ουδ. -ή, αυτός που έχει το σχήμα χελώνας, ο βραδυκίνητος σαν τη χελώνα: Έκαμε μια χελωνοειδή κίνηση.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • χελωνοειδής — ές, ΝΜ αυτός που μοιάζει με χελώνα στο σχήμα ή στη βραδυπορία νεοελλ. το ουδ. ως ουσ. τα χελωνοειδή ζωολ. παλαιότερη ονομασία για τα χελώνια. επίρρ... χελωνοειδώς Ν με αργή κίνηση, σαν τη χελώνα. [ΕΤΥΜΟΛ. < χελώνη + ειδής*] …   Dictionary of Greek

  • χελωνοειδεῖ — χελωνοειδής like a tortoise masc/fem/neut nom/voc/acc dual (attic epic) χελωνοειδής like a tortoise masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χελωνοειδοῦς — χελωνοειδής like a tortoise masc/fem/neut gen sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • -ειδής — ές (είδος*) β συνθετικό επιθέτων και απλή παραγωγική κατάληξη, που δηλώνει ότι το ουσιαστικό το οποίο προσδιορίζεται από το επίθετο έχει τη μορφή που δηλώνει το α συνθετικό. Εμφανίζεται σε μεγάλο αριθμό σύνθετων λέξεων στη Νέα Ελληνική, έναντι… …   Dictionary of Greek

  • χελωνοειδώς — Ν επίρρ. βλ. χελωνοειδής …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”